- αγανεύω
- [αγανός]1. κάνω κάτι αγανό, χαλαρό, χαλαρώνω, ξεσφίγγω2. (για ύφανση) υφαίνω ή πλέκω αγανά, αραιά και όχι κρουστά3. γίνομαι αραιός, χαλαρός, πλέκομαι ή υφαίνομαι αραιά4. καταπραΰνω τον θυμό μου, ηρεμώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγάνεμα — το [αγανεύω] χαλάρωση, ξελασκάρισμα … Dictionary of Greek
αγανός — ή, ό (Α ἀγανός, ή, όν) ήπιος, ήσυχος, πράος νεοελλ. 1. αυτός που δεν είναι σφιγμένος, ο χαλαρός 2. (κυρίως για υφάσματα και πλεκτά) ο αραιά υφασμένος ή πλεγμένος, απαλός, μαλακός, διαφανής, αραιοπλεγμένος, αραιοϋφασμένος αρχ. (στον Όμηρο συχνά… … Dictionary of Greek